ἰσόπυρος

ἰσόπυρος
ἰσό-πῡρος, ον,
A reckoned as of equal value with wheat, λωτός, κρότων, PLond.ined.2360.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ισόπυρος — ἰσόπυρος, ον (ΑΜ) μσν. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ἰσόπυρα ισότιμα, ισάξια αρχ. 1. (για φορολογούμενα προϊόντα) αυτός που θεωρείται ισάξιος με το σιτάρι 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσόπυρον είδος φυτού που φυτρώνει στα έλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + πυρος… …   Dictionary of Greek

  • ἰσόπυρον — fumitory neut nom/voc/acc sg ἰσόπυρος reckoned as of equal value with wheat masc/fem acc sg ἰσόπυρος reckoned as of equal value with wheat neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισ(ο)- — (ΑΜ ἰσ[ο]) α συνθ. λέξεων τής Αρχαίας Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα που σημαίνει: α) ισότητα ή ομοιότητα προς αυτό που δηλώνει το β συνθ. (ἴσανδρος, ἰσάνθρωπος, ἰσαπόστολος) β) ισοδυναμία ή ισοτιμία τού α προς το β συνθ …   Dictionary of Greek

  • ισόπορα — ἰσόπορα (Μ) επίρρ. ισόπυρα (βλ. ισόπυρος) …   Dictionary of Greek

  • ἰσοπύρου — ἰσόπυρον fumitory neut gen sg ἰσόπυρος reckoned as of equal value with wheat masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”